- διαχειροτονώ
- διαχειροτονῶ (-έω) (Α)1. εκλέγω, αποφασίζω πλειονοψηφικά με ανύψωση τού χεριού2. γεν. εκλέγω, αναθέτω με εκλογή3. (για πρόσωπα) αποφαίνομαι («τὸν δὲ μὴ ἐξομνύμενον διαχειροτονοῡσιν oἱ βουλευταί, πότερον ἐπιτήδειος εἰς τὸ Ιππεύειν ἢ οὐ», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.